χρησιμοκρατία
Смотреть что такое "χρησιμοκρατία" в других словарях:
χρησιμοκρατία — η, Ν χρησιμοθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. φαυλο κρατία, ωφελιμο κρατία] … Dictionary of Greek
χρησιμοκρατία — η χρησιμοθηρία, ωφελιμισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησιμοκρατικός — ή, ό, Ν [χρησιμοκρατία] ο σχετικός με την χρησιμοκρατία, χρησιμοθηρικός … Dictionary of Greek